- συγχρονιστικός
- -ή, -όαυτός που αναφέρεται στο συγχρονισμό.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συγχρονιστικός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον συγχρονισμό 2. αυτός που συμβάλλει στον συγχρονισμό. [ΕΤΥΜΟΛ. < συγχρονίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Γρηγ. Γ. Παπαδόπουλο] … Dictionary of Greek